- σκιαμαχώ
- σκιαμάχησα1. μάχομαι εναντίον σκιών, εναντίον ανύπαρκτων εχθρών.2. αγωνίζομαι μάταια και άσκοπα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκιαμαχώ — σκιαμαχῶ, έω, ΝΑ, και σκιομαχῶ Α μτφ. μάχομαι εναντίον ανύπαρκτων εχθρών, αγωνίζομαι μάταια, άσκοπα αρχ. 1. εξασκούμαι στην πυγμαχία 2. φρ. α) «πρὸς τὸν οὐρανὸν σκιαμαχῶ» ασκώ τους βραχίονές μου πυγμαχώντας με τον αέρα (Κρατ.) β) «ἔπη μάτην… … Dictionary of Greek
σκιαμαχώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σκιαμαχῶ — σκιᾱμαχῶ , σκιαμαχέω fight against a shadow pres subj act 1st sg (attic epic doric) σκιᾱμαχῶ , σκιαμαχέω fight against a shadow pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
αεροκοπανίζω — και κοπανώ, άω 1. κοπανίζω αέρα, φλυαρώ, αερολογώ, μωρολογώ 2. κοπιάζω μάταια, ματαιοπονώ, σκιαμαχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + κοπανίζω ο τ. αεροκοπανώ αποτελεί αναλογικό σχηματισμό κατά τα ρ. σε ώ, λόγω φωνητικής συμπτώσεως τών κατάλ. τού αόρ. ισα… … Dictionary of Greek
σκιαμαχία — η, ΝΜΑ, και σκιομαχία Α [σκιαμαχῶ] το να μάχεται κανείς με κάτι το υποτιθέμενο, το ανύπαρκτο, όπως είναι η σκιά, μάταιος, άσκοπος αγώνας αρχ. 1. ως κύριο όν. Σκιαμαχία τίτλος σάτιρας τού Ουάρρωνος 2. το να μάχεται κανείς στη σκιά ή να ασκείται… … Dictionary of Greek
σκιομαχώ — έω, Α βλ. σκιαμαχῶ … Dictionary of Greek